ΕΛΣΤΑΤ: Τουλάχιστον 1 στους 5 συμπολίτες μας βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό στα εργατικά – λαϊκά νοικοκυριά
Ένας στους 5 Έλληνες ζει κάτω από το όριο της φτώχιας σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) την περασμένη εβδομάδα, τα οποία αφορούν την περίοδο 2020-2021.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αναφέρουν ότι 1 στους 4 ζει με τις πενιχρές συντάξεις των 500-600 ευρώ και τα επιδόματα – ψίχουλα των 50, 100 ή 150 ευρώ. Από τα οποία καλείται να καλύψει τις βασικές του ανάγκες -κάτι που δεν καταφέρνει ούτε στο ελάχιστο- εν μέσω του πρωτοφανούς κύματος ακρίβειας.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από τη μελέτη των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, αν και αυτό που προβλήθηκε περισσότερο από την έκθεση της Υπηρεσίας, ως στοιχείο, είναι ότι «το 28,3% του πληθυσμού της χώρας βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό το 2021, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0,9% σε σχέση με το 2020».
Μετά από μια προσεκτικότερη ανάγνωση των στοιχείων προκύπτει του εξής:
«Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,2%, ενώ όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 24,7%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 19,6%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 23,5 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 28,6 ποσοστιαίες μονάδες».
Κατά 26,3% μειώθηκε το εισόδημα των νοικοκυριών το 2021
Σε ό,τι αφορά το εισόδημα των νοικοκυριών για το 2021, προκύπτει πως μειώθηκε για το 26,3% των νοικοκυριών και παρέμεινε το ίδιο για το 66,7%. Το ποια είναι η κατάσταση για το 2022 είναι εύκολο να το αντιληφθεί κάποιος, με δεδομένο το ράλι του πληθωρισμού και την ενεργειακή φτώχεια. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 765.372 και τα μέλη τους σε 2.054.015!
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 23,7%, σημειώνοντας άνοδο κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 20,6% (18,4% το 2020) και 13,5% (13% το 2020), αντίστοιχα.
Σε τρεις Περιφέρειες (Αττική, Κρήτη και Νότιο Αιγαίο) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ στις υπόλοιπες δέκα (10) Περιφέρειες (Θεσσαλία, Ιόνια Νησιά, Ηπειρος, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.
Στερούνται 7 από τα 13 αγαθά και υπηρεσίες
Στο μεταξύ, από άλλη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι το 13,9% του πληθυσμού της χώρας στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών. Τα στοιχεία αφορούν το 2021 και δείχνουν ανάμεσα σε άλλα ότι το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,5%. Ακόμα, το 33,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη μέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 6,1%.
Η φτώχεια είναι… δίπλα μας!
Ο κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού υπολογίζεται με βάση τρεις δείκτες: το χαμηλό εισόδημα (κατώφλι φτώχειας ορίζεται το 60% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος), τις υλικές στερήσεις και τη διαβίωση σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας. Ο τελευταίος δείκτης παρουσιάζει σημαντική αύξηση, καθώς πλέον 19,6% του πληθυσμού παραγωγικής ηλικίας (18-64 ετών) ζει σε νοικοκυριά με άνεργα και υποαπασχολούμενα μέλη.
Για να θεωρηθεί κανείς φτωχός στην Ελλάδα σήμερα, με βάση τον ορισμό της ΕΛΣΤΑΤ, πρέπει να έχει ετήσιο εισόδημα κάτω από 5.251 ευρώ τον χρόνο (375 ευρώ τον μήνα αν είναι μισθωτός) ή κάτω από 11.028 ευρώ για δύο ενήλικες με δύο παιδιά κάτω των 14, δηλαδή λιγότερα από 800 τον μήνα και οι δύο γονείς μαζί.
Ο κίνδυνος φτώχειας, χωρίς να προσμετρώνται οι υλικές στερήσεις και η χαμηλή ένταση εργασίας, απειλεί το 19,6% του πληθυσμού, ποσοστό σημαντικά αυξημένο κατά 1,9 μονάδα σε σύγκριση με το 2020.
Αν εξετάσουμε τον κίνδυνο φτώχειας πριν από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα) και τις συντάξεις, τότε αυξάνεται στο 48,2% του πληθυσμού, ενώ αν συμπεριλάβουμε τις συντάξεις, μειώνεται στο 24,7%. Με άλλα λόγια, η σύνταξη του παππού και της γιαγιάς είναι το δεκανίκι των φτωχών νοικοκυριών για να μη βουλιάξουν στην απόλυτη ανέχεια και πολύ πιο μικρή έως ελάχιστη ανακούφιση προσφέρει ό,τι έχει απομείνει από το κοινωνικό κράτος.
Η ΕΛΣΤΑΤ εμμέσως πλην σαφώς παραδέχεται ότι τα πραγματικά ποσοστά της φτώχειας ενδέχεται να είναι αρκετά υψηλότερα, αφού ευάλωτες ομάδες πληθυσμού (Ρομά, άστεγοι, μετανάστες) υποεκπροσωπούνται στην έρευνα. Το 2021 μειώθηκε κατά 0,9 μονάδες το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα και αγγίζει πλέον τα 9.952 ευρώ.
Οικονομική ανισότητα
Εν μέσω πανδημίας οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, με τον δείκτη που μετρά τη σχετική ανισότητα στη διανομή εισοδήματος να αυξάνεται κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες. Έτσι, το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,8 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο εισοδήματος του φτωχότερου 20%. Η ψαλίδα είναι σημαντικά μεγαλύτερη στις παραγωγικές ηλικίες κάτω των 65 ετών, με το πλουσιότερο 20% να έχει 6,4 φορές μεγαλύτερο μερίδιο εισοδήματος από το 20% των φτωχότερων – από 5,7 το 2020.
Αντιδράσεις
Την παταγώδη κατάρρευση του αφηγήματος της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ότι δήθεν βρίσκεται κοντά στον πολίτη, διαπίστωσαν με δηλώσεις τους βουλευτές και κόμματα της αντιπολίτευσης, σχολιάζοντας τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη φτώχεια. «Ο κ. Μητσοτάκης ταυτίζεται με τον πλέον επίσημο τρόπο με την αύξηση του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και σε κοινωνικό αποκλεισμό, 200.000 επιπλέον συμπολίτες μας αντιμετώπισαν τον κίνδυνο φτώχειας εξαιτίας των επιλογών του» δήλωσε μεταξύ άλλων η Εφη Αχτσιόγλου, βουλευτής επικρατείας και τομεάρχης Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτοντας ότι η κατάσταση το 2022 είναι πολύ χειρότερη εξαιτίας της ακρίβειας και της αντικοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης. «Παρά τα 50 δισεκατομμύρια που δαπάνησε η κυβέρνηση την τελευταία διετία, το ΑΕΠ της χώρας δεν έγινε πιο ποιοτικό, με πολλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίες, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι η αύξηση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας οφείλεται και στην αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας», υπογραμμίζει η ανακοίνωση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Eurostat
Τις αρνητικές επιπτώσεις του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης στο εισόδημα των νοικοκυριών διαπιστώνει η Εurostat, καθώς το πρώτο τετράμηνο του 2022 μειώθηκε κατά 0,6% η πραγματική κατά κεφαλήν κατανάλωση στις χώρες της ευρωζώνης, ενώ αντίστοιχα το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά 0,5 μονάδες. Είχε ήδη προηγηθεί μείωση της κατανάλωσης κατά 0,9% και του εισοδήματος κατά 0,7% το τελευταίο τετράμηνο του 2021.
Με σταθερό ρυθμό συνεχίζουν να μειώνονται το εισόδημα και η κατανάλωση των νοικοκυριών στις χώρες της Ε.Ε., σημειώνοντας πτώση κατά 0,6% και 0,9% αντίστοιχα.
Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Στον Δείκτη κατανομής εισοδήματος (S80/S20) σε πεντημόρια εισοδήματος, που μετρά τη σχετική ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, συγκρίνει το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα που κατέχει το 20% των πλουσιότερων ατόμων με αυτό που κατέχει το 20% των φτωχότερων και επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος:
– Το 2021, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2020, αυξήθηκε κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο 2019) και ανέρχεται σε 5,8, δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,8 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού
– Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 4,2 έναντι 4,0 το προηγούμενο έτος. Αντίστοιχα, η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 6,4 έναντι 5,7 το προηγούμενο έτος.
Στον Δείκτη άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής GINI) που δεν επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος (είναι ο λόγος των αθροιστικών μεριδίων του πληθυσμού, κατανεμημένου ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος, προς το αθροιστικό μερίδιο του συνολικού εισοδήματος όλου του πληθυσμού. Η τιμή του κυμαίνεται από 0 (ή 0%), που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ισότητα έως 1 (ή 100%) που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ανισότητα, και ερμηνεύεται ως η στατιστικά αναμενόμενη διαφορά του αποτελέσματος της σύγκρισης δύο τυχαίων εισοδημάτων, ως ποσοστό του μέσου όρου. Αν όλο το εθνικό εισόδημα ήταν συγκεντρωμένο σε ένα άτομο, ο συντελεστής θα ήταν 1. Αν ο συντελεστής Gini ήταν π.χ. 30,0%, το εισόδημα 2 τυχαίων ατόμων θα διέφερε κατά 30,0% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος):
Εκτιμήθηκε το 2021 σε 32,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2020. Το παραπάνω ποσοστό ερμηνεύεται ως εξής: αν επιλέξουμε 2 τυχαία άτομα του πληθυσμού, αναμένουμε ότι το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 32,4% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.
Μερίδιο εισοδήματος σε τεταρτημόρια
Τα στοιχεία της κατανομής του εισοδήματος σε τεταρτημόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήματος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τμήματα του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, εάν κατατάξουμε τα άτομα του πληθυσμού σε αύξουσα σειρά με βάση το εισόδημά τους (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίσουμε τον πληθυσμό σε τέσσερα ίσα μέρη (με βάση το συνολικό αριθμό των ατόμων), προκύπτουν τα εξής:
Το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα (ως 5.947 ευρώ ετησίως) κατέχει το 9,6 % του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.
Το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα (πάνω από 12.308 ευρώ ετησίως) κατέχει το 45,7 % του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.
Το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 44,6% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.
πηγές: avgi.gr, efsyn.gr, rizospastis.gr