Μια λεξούλα μοναχική, που λες, την παρατήσαν…
Ένα ποίημα του Λευτέρη Μανωλά
ΛΕΥΚΗ ΟΨΗ
Στην αρχή λάφυρο πως ήταν
νόμισε,
χωρίς εκείνος να μοιάζει με κουρσάρο,
αιχμάλωτη ανάμεσα σε άφαντους
βρέθηκε.
Σε κάθε του ξεφύλλισμα, αργό ή
γοργό
σαν σε τρικυμία μετατρέπονταν όλα
τριγύρω.
Σκαρφάλωνε προς τα κάτω,
κατρακύλαγε προς τα πάνω,
δεν έβρισκε γραμμή, πάνω της
πάτημα να βρει στέρεα για να σταθεί,
ρόλο να βρει, σε σχοινί να ισορροπήσει.
Μια λεξούλα μοναχική, που λες, την
παρατήσαν
σε ξεχασμένη, από καιρούς παλιούς,
βρεφοκοιτίδα,
έτσι της φαινόταν το άγραμμο τετράδιο
που μέσα του της έταξαν πως απερίσπαστη
θα γράψει πραγματική, πια, ιστορία.
Τα ηλιοστάσια διαδέχονταν το ένα το
άλλο,
δίχως σύντροφος να φανεί, μαζί
για να τεντώσουν μια γραμμή
και πάνω της, επιτέλους, να κάτσει,
χορό να σύρει και να κλάψει.
Σχοινοβάτις σ’ ένα μέλλον χωρίς
να χρειάζεται να γράψει καμία
ιστορία,
μιας και ο καθένας θα σβήνει και θα
γράφει
τη δική του ηλεκτρονική, πλέον, εκδοχή.
Το χαρτί δεν θα χρειάζεται να έχει πιά
γραμμές,
αλλά και ούτε καν να υπάρχει.
Οι λέξεις κρεμάμενες θα καθρεφτίζουν
τα είδωλά τους σαν νάναι αληθινές,
μέχρι νάρθει το πλήρωμα του χρόνου
που γενιές κατοπινές θα διασκεδάζουν
με γραφιστικές φιγούρες κάθε γούστου,
Ερρίκοι, Ισαβέλλες, Λέοντες, Μέρλυν και
Ρασπούτιν
αφηγούμενες ήρωες, υπερήρωες και
κατορθώματα
της καινούργιας, εικονικής, μυθολογίας.